- λιμνάζω
- (AM λιμνάζω) [λίμνη]1. (για θάλασσα ή ποταμό) αφήνω στάσιμα ύδατα, τελματώνομαι2. (για νερό) είμαι στάσιμος, αποτελώ λίμνη ή τέλμανεοελλ.1. μτφ. αδρανώ, απρακτώ, ακινητώ2. φρ. «λιμνάζον ύδωρ» — λέγεται για αδρανή άνθρωποαρχ.1. (για το αίμα) μένω στάσιμο, δεν κυκλοφορώ2. (μτβ.) σχηματίζω λίμνη, μεταβάλλω σε λίμνη («ὁ ποταμός λιμνάζει τοὺς ἀρούρας», Φίλ.)3. (για τόπο) μεταβάλλομαι σε λίμνη, σε έλος («οὐδέν γε μέρος αὐτοῡ λιμνάζει, τὸ δὲ παλαιὸν ἐλίμναζε τὸ προάστειον», Στράβ.)4. παθ. λιμνάζομαι(για ξηρά) κατακλύζομαι από νερά.
Dictionary of Greek. 2013.